Μελέτη ανάπλασης ζώνης πρασίνου κατά μήκος των Βυζαντινών Τειχών
Η Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης αποτελεί έναν από τους παραδοσιακούς οικισμούς της χώρας, όπως άλλωστε έχει χαρακτηριστεί και από το κράτος (ΦΕΚ του 1979).
Αντιπροσωπεύει ένα τμήμα του ευρύτερου αστικού κέντρου, με κύρια χαρακτηριστικά την έντονη ιστορικότητα και τον παραδοσιακό χαρακτήρα.
Είναι το ψηλότερο και βορειότερο τμήμα της Θεσσαλονίκης. Χτισμένη σε λόφο (Μπαϊρ) με βραχώδες έδαφος περικλείεται από τις τρεις πλευρές από τα τείχη, ενώ το νότιο όριο είναι η οδός Ολυμπιάδος.
Μετά την απελευθέρωση, η πυρκαγιά του ’17 επηρεάζει έμμεσα μόνο την Άνω Πόλη. Είναι πιθανό μετά τη πυρκαγιά, κάτοικοι της περιοχής που καταστράφηκε να εποίκησαν την περιοχή.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή το 1922, 92.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη με την ανταλλαγή των πληθυσμών μέσω της Υπηρεσίας των Ανταλλάξιμων. Η περιοχή της Άνω Πόλης πυκνοκατοικείται και χάνεται ο αρχικός της χαρακτήρας, καθώς αλλοιώνεται η αρχική μορφολογία και τυπολογία των σπιτιών ενώ ταυτόχρονα το μικρό μέγεθος των κλήρων αποτελεί ίσως το κυριότερο χαρακτηριστικό της περιοχής από τότε μέχρι σήμερα.
Οι χέρσες εκτάσεις παραχωρούνται καθώς και μεγάλο μέρος των ακάλυπτων χώρων, κυρίως κατά μήκος των τειχών, εσωτερικά και εξωτερικά. Δημιουργείται μια νέου αρχιτεκτονικού ύφους δόμηση με κτίσματα ‘εν σειρά’, κυρίως ισόγεια, δομημένα με ‘ευτελή’ υλικά και με μικρούς αύλειους χώρους.
Η συνύπαρξη της προϋπάρχουσας δόμησης και μορφολογίας (μεμονωμένα κτίρια, μεγάλοι αύλειοι χώροι, δύο ή και τρεις όροφοι), με τη νέα αρχιτεκτονική (συμπαγές δομημένο μέτωπο με κτίσματα μικρής κλίμακας χωρίς μορφολογικά στοιχεία και με ελάχιστους ελεύθερους χώρους), δημιούργησε ένα ενδιαφέρον συνθετικό αποτέλεσμα που διατηρήθηκε μέχρι τα τελευταία χρόνια.
Στη δεκαετία το ΄60 η περιοχή αρχίζει να παρουσιάζει οικιστικά προβλήματα κυρίως στο νότιο τμήμα της όπως πυκνή δόμηση, σχετική αλλοίωση του παραδοσιακού χαρακτήρα, απουσία πολεοδομικών προτύπων. Γενικά όμως, η ανοικοδόμηση στην περιοχή ήταν περιορισμένη και σ΄αυτό συνέβαλαν διάφοροι παράγοντες όπως οι μη συμφέρουσες για αντιπαροχή μικρές ιδιοκτησίες, το χαμηλό οικονομικό επίπεδο των κατοίκων και βέβαια το ισχύον ρυμοτομικό σχέδιο (του 1933) που προέβλεπε μεγάλες ρυμοτομήσεις και διανοίξεις δρόμων.
Tα προβλήματα στην Άνω Πόλη αυξήθηκαν εξαιτίας των ζημιών μετά τον σεισμό του 1978. Στη χρονική αυτή στιγμή ασκήθηκαν πιέσεις για την αντιμετώπισή τους οι οποίες οδήγησαν καταρχήν στην τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με το οποίο έγινε προσπάθεια νέας θεώρησης του οικισμού και τέθηκε ως στόχος η διατήρηση του υπάρχοντος πολεοδομικού ιστού σε καθορισμένες περιοχές του οικισμού και η θέσπιση ειδικών όρων δόμησης.
Επιπλέον η διατήρηση του παραδοσιακού χαρακτήρα ήταν το ζητούμενο. Έτσι, βάσει του από 12-3-1979 Π.Δ/τος (Φ.Ε.Κ. 197 Δ΄/2-4-1979) κηρύσσεται η Άνω Πόλη παραδοσιακός οικισμός και διατηρητέα 48 κτίρια.
Σήμερα τα διατηρητέα κτίρια είναι πολύ περισσότερα (Υ.Α. 1781/15.04.2002). Το 2007 έγινε η αναθεώρηση του ρυμοτομικού σχεδίου της Άνω Πόλης και σύμφωνα με το ισχύον διάταγμα (Φ.Ε.Κ. 396 /3-9-2007) καταργήθηκαν οι θέσεις στάθμευσης που προβλέπονταν στη ζώνη πρασίνου και ο χώρος πλησίον των Τειχών παραμένει μόνο ως κοινόχρηστο πράσινο.