Μελέτη ανάπλασης ζώνης πρασίνου κατά μήκος των Βυζαντινών Τειχών

5744 προβολές

Βασικός στόχος της παρούσας μελέτης ήταν η αναβάθμιση της πολυπαθούς αυτής περιοχής. Για την υλοποίησή του πρέπει να εκπληρωθούν τρεις επιμέρους ενότητες, η ανάδειξη του τείχους, η διατήρηση της πιο πρόσφατης ιστορικής μνήμης και η δημιουργία ενός κοινόχρηστου λειτουργικού χώρου.


Η ανάδειξη των τειχών.

Τα τείχη αποτελούν το χαρακτηριστικότερο μνημείο της περιοχής και της και της Θεσσαλονίκης τα οποία οριοθετούν και τις φάσεις της οικιστικής της εξέλιξης. Στη φάση της οικοδόμησης του ελεύθερου χώρου γύρω τους, βρέθηκαν ν’ αποτελούν τμήμα των νέων κατασκευών και να χάνουν τις αρχικές τους αναλογίες στο χώρο, αφού δέχτηκαν πλήθος προσκτισμάτων κατά το μεγαλύτερο μήκος τους που μείωσε οπτικά το πραγματικό ύψος τους.

Επιπλέον κατά τη διαδικασία της χρήσης τους ως τμήμα των νέων κατασκευών υπέστησαν αλλοιώσεις ή και βανδαλισμούς αφού σε ορισμένα σημεία του δημιουργήθηκαν μεγάλες οπές προκειμένου να εξυπηρετηθούν βοηθητικές χρήσεις (αποθηκευτικοί χώροι ή χώροι υγιεινής).

Συνεπώς η αποκατάσταση του μνημείου αποτέλεσε μια βασική αρχή για τη διατύπωση της πρότασης. Η κατάσταση αυτή επιτυγχάνεται με την απομάκρυνση όλων των κατασκευών που εφάπτονται στο τείχος αλλά υπήρξαν πάντα ξένες προς αυτό ως προς την ποιότητα τόσο των υλικών όσο και της μορφολογίας (αποθήκες, λαμαρινοσκεπή κτίσματα).

Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας επέμβασης είναι ήδη εμφανές σε αρκετή έκταση του τείχους δυτικά του πύργου του Λαμπαρδά, όπου μετά την απομάκρυνση των ερειπωμένων κατασκευών πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης από την 9η ΕΒΑ

Η διατήρηση της πιο πρόσφατης ιστορικής μνήμης.

Οι παραπάνω προβληματισμοί, οι σχετικοί με την ανάδειξη των τειχών, φαίνεται να έρχονται σε αντίφαση με έναν άλλο εξίσου σημαντικό στόχο της μελέτης , εκείνον που ήθελε παρούσα στον χώρο και την πιο πρόσφατη ιστορία.

Τι απόμεινε από αυτήν, πόσο πραγματικά βιώνεται στις μέρες μας και από ποιους, πως μεταφέρεται μέσα από τη σημερινή μορφή των κτιρίων που απέμειναν. Όλες οι σχετικές σκέψεις οδηγούν σχεδόν μονοσήμαντα τώρα πια – γιατί στο χρόνο που μεσολάβησε εξαλείφθηκαν οι άλλες παράμετροι – σε αποφάσεις που αφορούν το τρίτο ερώτημα, δηλ. πως η διατήρηση της ιστορικής μνήμης θα γίνει μόνο μέσω των κτιρίων.

Έγινε προσπάθεια λοιπόν ορισμένα κτίρια να εκπροσωπήσουν τα χωρικά και κοινωνικά , οικονομικά και πολιτιστικά δεδομένα του χρόνου που δημιουργήθηκαν. Αρχικά αξιολογήθηκε το υπάρχον κτιριακό δυναμικό και στη συνέχεια αναζητήθηκε η δυνατότητα διατήρησης ορισμένων από τα κτίσματα.

Σαν κριτήριο διατήρησής τους ορίστηκε πρώτον, η εξασφάλιση ενός «δείγματος» του γραμμικού οικιστικού πυρήνα που αναπτύσσονταν ώστε να δίνεται η εντύπωση μιας ενότητας-τμήματος του προϋπάρχοντος συνόλου και κατά δεύτερο η κατάσταση διατήρησης των κτιρίων.

Στην διαδικασία της επιλογής εκτός από τα κριτήρια που έθετε η αρχιτεκτονική, λήφθηκαν υπόψη και δεδομένα που σχετίζονται με την εφαρμοσημότητα των επιλογών, δηλ. το κόστος αποκατάστασης, διατήρησης και βιωσιμότητας των εν λόγω κτιρίων. Όπως προαναφέρθηκε τα υλικά κατασκευής αυτών των κτιρίων είναι εξαιρετικά ευτελή που μαζί με την πολυετή εγκατάλειψη έφεραν στα πιο πολλά κτίρια την πλήρη ερείπωση.

Η δημιουργία ενός κοινόχρηστου λειτουργικού χώρου.

Μεταξύ των δύο προηγούμενων προβληματισμών που είχαν σχέση με την αντιμετώπιση των δομημένων στοιχείων του χώρου, προέκυψε ο «ελεύθερος» χώρος, η διαχείριση του οποίου αποτέλεσε από μόνη της πρόκληση για τη μελέτη.

Πρόκειται για τον χώρο που προϋπήρχε των κτισμάτων και που έχοντας κι αυτός διανύσει τις ιστορικές του φάσεις μέσα στο χρόνο, βρίσκεται πια είτε σαν κενό μεταξύ των κτισμάτων (τείχος, διατηρούμενα κτίρια), είτε σαν το μεταξύ τους συνδετικό στοιχείο.

Στην παρούσα μελέτη θεωρήθηκε ως βασική αρχή η αντιμετώπιση του ελεύθερου χώρου σαν στοιχείο σύνδεσης. Η αντίθετη επιλογή, εκείνη δηλ. ενός χώρου πρασίνου που να ρέει και να γεμίζει τα κενά που άφησαν τα κτίρια, θα αναδείκνυε πιθανά, έναν αμήχανο και άμορφο υπαίθριο χώρο, με αναφορά περισσότερο στις πρώτες ιστορικές φάσεις του τείχους κι όχι στην περίοδο της σταδιακής ενσωμάτωσής του στον αστικό ιστό.

Με δεδομένη την παραπάνω αρχή αποφασίστηκε ο ελεύθερος χώρος να «σχεδιαστεί», να υπάρξουν δηλ. οι επιλογές εκείνες που θα τον καθιστούν σημειολογικό για το χθες, λειτουργικό στο σήμερα, με σαφή αναφορά στην χρονική στιγμή που δημιουργήθηκε.